Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσάλιος — δυσάλιος, ον (Α) 1. δυσήλιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσάλιον τρικυμία … Dictionary of Greek